Θὰ μποροῦσε νά᾿ναι μιὰ σονάτα τοῦ Χάυντν, μαζὶ μὲ πλῆθος κυλιόμενα καὶ κρουόμενα μανταρίνια, ἢ παθιασμένα ἐρωτόλογα μὲ μακρινὲς ἐκρήξεις λατομείων. Ἀλλὰ ὄχι.
Ἐμεῖς θὰ πᾶμε σὰν τὴ γλώσσα ποὺ περνάει ἀπὸ τὸ τρυπητὸ γιὰ ν᾿ ἀφήσει ἀπ᾿ ἔξω τ᾿ ἀπόφλουδα καὶ νὰ βρεθεῖ ποιὸς φταίει καὶ διαπράττει κάθε μέρα τὸ αὐτί μας μιὰν ἀνορθογραφία.
Κάποτε, μιὰ μέρα χειρότερη καὶ τῆς Κυριακῆς, τὸ συνειδητοποίησα! Ἡ πρωτεύουσα σ᾿ ὅλο τὸ μάκρος της εἶχε γεμίσει τρύπες. Ὄχι ἀπ᾿ αὐτὲς ποὺ ἀνοίγουν οἱ ἐργάτες τοῦ Δήμου στοὺς ὑπονόμους. Μιλῶ γιὰ τὶς ἄλλες, πάνω στὶς προσόψεις τῶν ὑψηλῶν κτιρίων, ὅπου προσεκτικὰ στήνονται οἱ ἐπιγραφὲς ἑταιρειῶν, ἱδρυμάτων καὶ καταστημάτων. ΦαρμακεῖΟ, καφενεῖΟ, ΑἱματολογικΟ ΚέντρΟ, ΠαιδαγωγικΟ ἸνστιτοῦτΟ. Ποὺ ὁ Θεὸς νὰ βάλει τὸ χέρι του.
Στὸ τηλεγραφεῖο τῶν νευμάτων μεγάλη ἀναστάτωση ἐπικρατεῖ σ᾿ ὅλη τὴ γειτονιά. Μήπως εἶναι κανένας ξένος δάχτυλος τοῦ τύπου NOVA MAKEDONIA, ἢ μήπως τοῦ ᾿φυγε τοῦ μπογιατζῆ τὸ τελευταῖο ψηφίο καὶ ἔμεινε ἀνολοκλήρωτο ἀπὸ ἀμέλεια ἤ, δὲν ἀποκλείεται, ἀπὸ οἰκονομία;
Μὰ εἶναι δυνατόν; Νὰ σοῦ φτιάχνει ὁ ράφτης ἕνα ὡραῖο σακάκι ποὺ τὸ ἕνα του μανίκι τοῦ λείπει, κι ἐσὺ νὰ κυκλοφορεῖς μὲ καμάρι, ὅπως ὁ καστράτος ποὺ ἰδίῳ δικαιώματι ἔμπαινε στὰ χαρέμια, κι ἄς τοῦ ἔλειπε κάτι· ζωὴ νά ᾿χε ὁ σουλτάνος.
Φαίνεται πὼς ἡ ζωὴ αὐτὴ δὲν ἔγινε γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ «κάτι δύσκολο ἢ κάτι τὸ ὑψηλό». Καθόλου. Ἔγινε γιὰ τὴν εὐκολία μας. «Πονάει δόντι, βγάζει δόντι» ποὺ ἔλεγαν οἱ παλαιοί. Πονάει περισπωμένη, βγάζει περισπωμένη· πονάει δασεία, βγάζει δασεία. Καὶ λαμπρὰ ταιριάζουν ὅλα.
Συγνώμην, ἀλλὰ τὸ σώβρακό σου δὲν τ᾿ ἀφήνεις νὰ φαίνεται ποτέ του. Ἀλλὰ τὸ φορεῖς. Δὲν εἶναι τὸ πρακτικὸ μέρος τῶν πραγμάτων ποὺ πρωτεύει στὴ ζωή μας. Τὰ τρία τέταρτα τῆς ἀνθρωπότητας διαβιοῦν κατὰ λάθος. Διαγράφουν τὸ περιττόν, καὶ ἂς εἶναι ὡραῖον, κερδίζοντας μερικὰ εἰκοσιτετράωρα πλήξης. Ἀλλοῦ, μακριά τους στάζει ὁ χυμός, ἔστω καὶ ὡς ἦχος στὰ χείλη μιᾶς θυγατρὸς τοῦ Ὁμήρου.
Στὶς δέκα λέξεις μας οἱ πέντε εἶναι ξένες. Ὁλοταχῶς βαδίζουμε πρὸς μιὰν ἐσπεράντο παρὰ πέντε. Κανένας Ἡρώδης δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ διατάξει τέτοια γενοκτονία, ὅπως αὐτὴ τοῦ τελικοῦ -ν· ἐκτὸς κι ἂν τοῦ ᾿λειπε ἡ ὀπτικὴ τοῦ ἤχου.
Μιὰ Φύση εὐκτική, ἀνώτερη καὶ τῆς Ἀττικῆς, ἐξαποστέλλει ρυακισμοὺς καὶ θροΐσματα στὸ Θριάσιο πεδίο τῶν ἀποξηραμένων μεταρρυθμιστῶν, ποὺ χάρη στὸν εὐφωνικὸ στραβισμό τους ἐκλαμβάνουν τὸν ἑαυτό τους γιὰ προοδευτικό. Ἀλλὰ στοὺς φθόγγους, ὅπως καὶ στὰ χρώματα, δὲν ὑπάρχει ἡ ἔννοια τῆς προόδου. Ἐκτὸς κι ἂν ἐσὺ εἶσαι ὁ δράστης, ὁπότε ὅσο πιὸ εὐώχυμο εἶναι τὸ ἕνα τόσο δυσαπεικόνιστο εἶναι τὸ ἄλλο.
Μιὰ κοινωνία ὅπου τ᾿ ἀναγνώσιμα δέντρα γίνονται καὶ πολυφωνικὰ τῆς ἴριδας βρίσκεται ἤδη ἐν ἐξελίξει. Ἂς εἶναι καλὰ ὁ ἑκάστοτε γεωμέτρης ποιητής, πού ᾿χει κερδίσει τὸν στέφανο τοῦ ἀνέμου. Ἴσως ὁ νέος Ἀρίων νὰ γεννήθηκε μόλις ἐχθές.
Οδυσσέας Ελύτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου