ΤΑ ΦΡΟΥΡΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΟΧΥΡΩΣΕΙΣ
Το Παλιό Φρούριο ήταν και παραμένει το σημαντικότερο οχυρωματικό έργο της πόλης. Χωρίζεται από την υπόλοιπη πόλη με τάφρο, την «Κόντρα Φόσσα», που αποτελούσε την πρώτη γραμμή άμυνας, πάνω από την οποία υπήρχε ξύλινη κινητή γέφυρα.
Αποτελείται από δυο κορυφές. Η προς το μέρος της θάλασσας ονομάζεται CASTEL DE MAR ή CASTEL VECCHIO κι έχει ύψος 51 μέτρα, ενώ η άλλη, προς το μέρος της πόλης, πρωτοχυρώθηκε από τους Ενετούς κι ονομάζεται CASTEL DI TERRA ή CASTEL NUOVO. Το μεταξύ των δυο κορυφών διάστημα λέγεται Ακρόπολη κι ήταν η τελική γραμμή άμυνας, συγκοινωνούσε δε κι αυτή με τον υπόλοιπο χώρο με κινητή γέφυρα. Με τη συμπλήρωση των οχυρώσεων του Φρουρίου, κτίστηκαν γύρω-γύρω τείχη, ενώ, κοντά στην είσοδό του κατασκευάστηκε μια ξηρά τάφρος, η οποία, στην ανάγκη, γέμιζε κι αυτή με νερό. Αυτή ήταν η δεύτερη γραμμή άμυνας. Δεξιά κι αριστερά βρίσκονται δυο Προμαχώνες, του Σαβοργκάν και του Μαρτινέγκο, ενώ στη ΒΑ πλευρά ακόμη δυο Προμαχώνες, που ενώνονται μεταξύ τους με τείχος, αποτελούν το αμυντικό έρεισμα του Μανδρακίου, δηλαδή του πολεμικού λιμανιού του Φρουρίου.
Με προσπάθειες των ιθυνόντων Κερκυραίων, για επέκταση και συμπλήρωση των οχυρώσεων, στάλθηκαν επανειλημμένα στη Βενετία πρεσβείες επιφανών Κερκυραίων για να πείσουν το Συμβούλιο και τον Δόγη της Βενετίας να διαθέσουν τα απαραίτητα (χρηματικά κονδύλια, τεχνικά μέσα και ανθρώπινο δυναμικό) για την ολοκλήρωσή τους.
Έτσι, όλη η πόλη περιτειχίστηκε, όπως και το Εξωπόλιο (Ξωπόλι ή Μπόργκο), αφού «Πόλη» θεωρούνταν τότε μόνο το Παλιό Φρούριο, και με τον τειχισμό της (1572 - 1588) σχηματίστηκαν τέσσερις Πύλες: Η Πύλη του Αγίου Νικολάου, η Σπηλαία Πύλη, η Βασιλική Πύλη (Πόρτα Ρεάλε ή Πόρτα Ριάλα) και η Πύλη του Ραϋμόνδου (Πόρτα Ρεμούντα). Από αυτές, οι δυο πρώτες σώζονται, ενώ την τρίτη τη γκρέμισαν οι ίδιοι οι Κερκυραίοι στα 1909, και την τέταρτη οι Άγγλοι.
Μεταξύ του Παλιού Φρουρίου και της γύρω οχυρωματικής ζώνης εκτείνεται η Σπιανάδα, χώρος καθαρά στρατηγικός, αφού οι κανόνες της οχυρωματικής όριζαν να υπάρχει αδειανός χώρος σε απόσταση βολής τουφεκιού της εποχής εκείνης.
Όλη η πόλη ήταν πράγματι οχυρωμένη, με «καρδιά» το Παλιό και το Νέο Φρούριο, που ήσαν τα σημαντικότερα οχυρωματικά έργα των Ενετών.
Το Νέο Φρούριο άρχισε να κατασκευάζεται στα 1572. Είναι κτισμένο κοντά στη Σπηλαία Πύλη και πάνω στο λόφο του Αγίου Μάρκου, που φέρει και το όνομά του. Αποτελείται από τέσσερις μεγάλους Προμαχώνες: του Σαραντάρη, του Αγίου Αθανασίου, του Πασχαλίγου (οι οποίοι σώζονται ακόμη) και του Βαλιέρ, ο οποίος κατεδαφίστηκε από τους Άγγλους. Αυτοί ενώνονται μεταξύ τους με παχύ τείχος.
Γενικά, τα δυο Φρούρια περιλάμβαναν αποθήκες, στρατώνες και άλλα κτίρια, όπως και υπόγειες στοές (μίνες) που αποτελούσαν μέρος των οχυρώσεών τους.
Γύρω από τα τείχη υπήρχαν τα Φρούρια του Αβράμη, του Αγίου Ρόκκου και του Σωτήρος.
Τέλος, την όλη φρουριακή συγκρότηση συμπλήρωνε το νησί Βίδο, που οι Ενετοί ονόμαζαν Μάλη Πιέρρη.
Τα Φρούρια αυτά, με τον ερχομό τους, συμπλήρωσαν και εξόπλισαν αργότερα, οι Γάλλοι και οι Άγγλοι.
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑΣ
Γεννήθηκε το 270 μ.Χ. από φτωχούς βοσκούς γονείς και έζησε στην Τριμυθούντα (σημερινή Τρεμετουσιά) της Κύπρου. Βοσκός κι ο ίδιος, παντρεύτηκε κι απέκτησε μια κόρη, την Ειρήνη. Σύντομα όμως, μετά το θάνατο της γυναίκας Του, έγινε κληρικός κι έφτασε στο βαθμό του Αρχιεπισκόπου Τριμυθούντας, κυρίως για τον εκπληκτικό Θείο Του λόγο, παρά το γεγονός ότι ήταν αμόρφωτος.
Στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο το 314 μ.Χ, με αφορμή την αίρεση του Αρείου σχετικά με την τρισυπόστατη φύση του Θεού, συμμετέχει και καταπλήσσει όλους, καταρρίπτοντας τους ισχυρισμούς του Αρείου με το γνωστό Θαύμα με το κεραμίδι (σφίγγοντας ένα κεραμίδι στο χέρι Του, το μετατρέπει στα τρία του συστατικά: χώμα, που έμεινε στο χέρι Του, νερό, που έπεσε κάτω, και φωτιά που ανέβηκε ψηλά), λέγοντας στον Αρειό και στους οπαδούς του ότι όπως το κεραμίδι είναι ένα, επειδή το βλέπουμε ένα, αλλά στην ουσία είναι τρία πράγματα ενωμένα, έτσι κι ο Θεός είναι Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα ενωμένα.
Έζησε πάμπτωχη ζωή, μοιραζόμενος τα ελάχιστα υπάρχοντά του με τους φτωχούς. Πέθανε σε άγνωστη ηλικία (μεταξύ 60 κι 70 ετών) και ενταφιάσθηκε στην Τριμυθούντα. Από τον τάφο Του αναδυόταν μια υπέροχη ευωδία για αρκετά χρόνια. Έτσι αποφασίστηκε να Τον βγάλουν έξω και Τον βρήκαν ανέπαφο. Ανακηρύχθηκε Άγιος.
Όταν η Κύπρος κινδύνευε να καταληφθεί από τους Τούρκους, το Σκήνωμά Του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου έμεινε μέχρι τα 1456. Τρία χρόνια μετά την κατάληψη της Πόλης από τους Τούρκους, και από φόβο βεβήλωσης, ένας Κερκυραϊκής καταγωγής μοναχός, ο πατήρ Γεώργιος Καλοχαιρέτης, πήρε τα Σκηνώματα του Αγίου Σπυρίδωνα και της Αγίας Θεοδώρας της Αυγούστας και, κρύβοντάς τα προσεκτικά μέσα σε δυο καλάθια σκεπασμένα με χόρτα και φορτωμένα σε ένα γάιδαρο, τα μετέφερε στην Κέρκυρα. Το Σκήνωμα του Αγίου Σπυρίδωνα τοποθετήθηκε αρχικά στο ναό του Αγίου Αθανασίου.
Πεθαίνοντας, ο Καλοχαιρέτης, κληροδότησε το λείψανο του Αγίου εξ ημισείας στους δυο γιους του, Λουκά και Φίλιππο. Επειδή ο Λουκάς ήταν άτεκνος, κληροδότησε το μερίδιό του στην ανιψιά του (κόρη του Φίλιππου) Ασημίνα. Αυτή, το 1520, παντρεύτηκε τον Σταματέλλο Βούλγαρι, γόνο πάμπλουτης οικογένειας, ο οποίος πήρε το Λείψανο του Αγίου ως προίκα.
Η οικογένεια Βούλγαρι έκτισε Ναό σε ιδιόκτητο οικόπεδο και μετέφερε εκεί, στα 1589, το Σκήνωμα του Αγίου. Αργότερα ο Ναός δωρίθηκε από την οικογένεια Βούλγαρη στην Ιερά Μητρόπολη Κερκύρας και Παξών.
Μυστήριο κάλυπτε επί αιώνες την τύχη του Χεριού (Δεξιού Βραχίονα) του Αγίου Σπυρίδωνα. Μόλις στα 1936, ο Κερκυραίος φοιτητής της Ιατρικής στο Μιλάνο της Ιταλίας Νικόλαος Βασιλάς, ανακάλυψε το Χέρι σε Ναό αφιερωμένο στη μνήμη του Αγίου Σπυρίδωνα, στην ιταλική αυτή πόλη. Με ενέργειες του προηγούμενου Μητροπολίτη Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων Τιμοθέου, στα 1984, το Χέρι του Αγίου επέστρεψε, με λαμπρότατη λιτανεία Ορθοδόξων και Καθολικών κληρικών, στον Ναό Του στην Κέρκυρα.
Ο Άγιος Σπυρίδωνας έχει συνδεθεί άρρηκτα με την Κέρκυρα, με μια σειρά από Μεγάλα και Μικρά Θαύματα. Τέσσερα από αυτά έχουν να κάνουν με την ίδια την ύπαρξη της Κέρκυρας: Η απαλλαγή του νησιού από πείνα, στον 15ο αιώνα, με καθιέρωση της Λιτανείας του Μεγάλου Σαββάτου, η απαλλαγή της από επιδημία πανώλης, με καθιέρωση της Λιτανείας του Πρωτοκύριακου του Νοεμβρίου, η δεύτερη κι οριστική απαλλαγή του νησιού από επιδημία πανώλης, με καθιέρωση της Λιτανείας της Κυριακής των Βαΐων και η σωτηρία από την πολιορκία των Τούρκων το 1716, με την καθιέρωση της Λιτανείας της 11ης Αυγούστου.
Όλες οι Λιτανείες του Αγίου γίνονται με ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια, τρεις δε φορές (την ημέρα της Γιορτής Του - 12 Δεκεμβρίου, μετά την Λιτανεία του Μεγάλου Σαββάτου και μετά τη Λιτανεία της 11ης Αυγούστου) και επί τρεις μέρες την κάθε φορά, εκτίθεται το Σκήνωμά Του για προσκύνημα στη «Θύρα» Του. Τα «Βγάλματα» και τα «Μπάσματα» γίνονται με ειδική τελετή, ενώ, μέχρι το 1605, που κατασκευάστηκε η ειδική χρυσοστόλιστη θήκη Του, το Σκήνωμα του Αγίου λιτανευόταν όρθιο και ασκεπές, στα χέρια ενός Ιερέα.
«Τέσσερα στοιχεία συνθέτουν την αιώνια Κέρκυρα. Αφαιρέστε της ένα από αυτά, και θα την έχετε καταστρέψει ανεπανόρθωτα: Θάλασσα, Πράσινο, Μουσική και Άγιος Σπυρίδωνας»
ΤΕΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου