Η μουσική παράδοση ενός τόπου αντικατοπτρίζει την ιστορία του τόπου αυτού καθώς και την ιδιοσυγκρασία των ανθρώπων και εν γένει τον πολιτισμό της περιοχής αυτής. Αυτό ακριβώς ισχύει και για την ποντιακή μουσική παράδοση η οποία καταδεικνύει από τη μια τις έγνοιες, τα δείνα και τις ταλαιπωρίες των Ελλήνων του Πόντου ανά τους αιώνες αλλά από την άλλη κάνει ολοφάνερο το ήθος, τις παραδόσεις και τον τρόπο που προσέγγισαν οι Πόντιοι υπαρξιακά θέματα όπως η ζωή, ο έρωτας και η ανδρεία και το θάρρος των ακριτών προς την υπεράσπιση της πατρίδας.
Η ιστορική πορεία του ποντιακού τραγουδιού μπορεί να τοποθετηθεί σε τρεις μεγάλες χρονικές περιόδους[1]:
Οι απαρχές του ποντιακού τραγουδιού μπορούν να ανιχνευθούν στη βυζαντινή περίοδο και συγκεκριμένα στην εποχή της δυναστείας των Κομνηνών, από τον 10ο αιώνα με τη δράση των Ακριτών του Πόντου μέχρι την Άλωση της Τραπεζούντας από τους Τούρκους το 1461. Εδώ ο λαϊκός συνθέτης εξυμνεί την ανδρεία και τα κατορθώματα των πολεμιστών, που προστάτευαν τις ακριτικές περιοχές από τις εισβολές των εχθρών. Τα τραγούδια αυτά αποτελούν τα έπη του ακριτικού κύκλου.
Ακρίτας όντες έλαμνεν,
αφκά’ ς σην ποταμίαν,
επήγεν κ’ έρθεν κ’ έλασεν,
εποίκεν πέντ’ αυλάκια,
επήγεν κι έρθεν κι έσπειρεν,
εννέα κότα σπόρον,
εφτά σπορίδα κι άλλο αν δεβάζ’,
εκεί ήλος ’κι επήρεν
κι άλλ’ εφτά κι άλλο αν δεβάζ’,
εκεί ήλος ’κι παίρει.
Έρθεν πουλλίν κι εκόνεψεν,
’ς ζυγονί την άκραν,
σκούται και καλοκάθεται,
’ς ζυγονί’ την μέσην.
- Οπίσ' πουλλίν, οπίσ’ πουλλίν,
μη τρως την βουκεντρίαν.
Το λόγον ατ’ κ’ ’επλέρωσεν,
το βουκέντρ’ εκατήβεν,
και το πουλλίν κελάηδησεν,
ανθρωπίνον λαλίαν.
- Ακρίτα μου, ντο κάθεσαι;
ντο στέκεις και περμένεις;
Το ένοικο σ' εχάλασαν,
και την καλή σ' επήραν.
Τ' όλων καλλίον τ' άλογο σ',
στρώνε και καβαλλ’ κεύ’νε.
και τ' άλλα τα καθώτερα σ’
στέκ’νε και χλιμιντρίζ’νε
Τη μεταβυζαντινή περίοδο, από τον 15ο ως τον 19ο αιώνα, με τα τραγούδια των θρήνων που εκφράζουν από τη μια πλευρά τον πόνο της εθνικής συμφοράς με την άλωση της Πόλης και από την άλλη την κρυφή ελπίδα για την αναγέννηση και αποκατάσταση του έθνους. Ο λαός του Πόντου συναισθάνεται έντονα τα δεινά της δουλείας. Διατηρεί όμως σταθερά την ελπίδα και τον πόθο της εθνικής παλλεγγενεσίας.
« Η Ρωμανίαν κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο».
Εκτός από τους θρήνους την εποχή αυτή πρέπει να δημιουργούνται επίσης οι θρύλοι, οι μύθοι και διάφορα άλλα αισθηματικά και ερωτικά τραγούδια. Από αυτούς τους θρύλους ξεχωρίζει «Της τρίχας το γεφύρι»
Ακεί πέραν σό Δρακολίμν’,
σή Τρίχας τό γεφύριν,
χίλιοι μαστόρ’ εδούλευαν
και μύριοι μαθητάδες.
Όλεν τήν μέραν έχτιζαν,
τή νύχτα εχαλάουν.
Οι μάστοροι εχαίρουσαν,
θε να πλεθύν’ η ρόγα,
οι μαθητάδες έκλαιγαν,
τσι κουβαλεί λιθάρα;
Κι ατός ο πρωτομάστορας
νουνίζ’ νύχταν κι ημέραν.
-Ντο δις με, Πρωτομάστορα
και στένω το γεφύρι σ’;
- Αν δίγω σε τον κύρην μου,
άλλον κύρην πα ’κ’ έχω!
- Ντο δις με, Πρωτομάστορα
και στένω το γεφύρι σ’ ;
- Αν δίγω σε τον κύρη μου,
άλλο κύρην πα ‘κ’ έχω!
- Ντο δις με, Πρωτομάστορα
και στένω το γεφύρι σ’ ;
- Αν δίγω σε τ’ αδελφα μ’,
άλλ’ αδέλφα πα ’κ’ έχω!
-Ντο δις με, Πρωτομάστορα
σταλίζω το γεφύρι σ’ ;
- Θα δίγω σε την κάλη μου.
Καλύτερον ευρήκω!
Μενεί και λέει την κάλην ατ’,
αγλήγορα να έρται.
‘Κόμαν τον Γιάννεν ‘κ’ έλουσεν
και σο κουνίν ’κ’ εθέκεν,
‘κόμαν τα χτήνια ‘κ’ έλμεξεν,
τα μουσκάρα ’κ’ εδέκεν.
Τη σύγχρονη περίοδο. Σ' αυτήν δημιουργούνται όλα τα νεότερα τραγούδια της κοινωνικής ζωής - εορταστικά, ερωτικά, γαμήλια, νανουρίσματα - που αποτελούν την πλουσιότατη συνέχιση ποντιακών παραδόσεων. Βέβαια, το τραγούδι της εποχής αυτής συνεχίζει να συνδέεται και με την παράδοση, παρόλο που αποκόπηκε από το γεωγραφικό του χώρο. Έτσι, ανασταίνεται ακόμη και η μνήμη της Παναγίας Σουμελά για να δοθεί έμφαση με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο στο ότι τα ιερά και όσια του έθνους και της Ορθοδοξίας δεν κουρσεύονται. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά τραγούδια της περιόδου που συνδυάζει τα χαρακτηριστικά της εποχής είναι:
Σουμέλα λεν' την Παναγιά
Σουμέλα λεν' και σέναν
θα προσκυνώ την παναγιά
κι έρχουμαι με τ'εσέναν.
Εγώ μικρός προσκυνητής
πήγα σην Παναΐαν
και σα τρία τα χρόνια απάν'
επήγα άλλον μίαν.
Ση παναΐας το ποτάμ'
τρία μήνας ελάστα
επέμνα οξυπόλυτος
τα τσαρούσα μ' εγράσταν.
Εγώ ποντιοπούλ' είμαι
ματώνω κι ματούμαι
ση Σουμελά την Παναγιά
εκεί θα στεφανούμαι.
Τέλος, μπορούμε να αντιληφθούμε καλύτερα και επαρκέστερα την αξία του ποντιακού τραγουδιού, σκεπτόμενοι ότι τα τραγούδια αυτά συνοδεύονταν από τους ήχους της λύρας ή άλλων ποντιακών μουσικών οργάνων καθώς επίσης από ποντιακούς χορούς με αποτέλεσμα να συνειδητοποιούμε καλύτερα το ρυθμό και την αρμονία όχι μόνο της μουσικής ή του σώματος αλλά της ίδιας της ζωής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου