wibiya widget
Παιχνιδίσματα του νου και της ψυχής….
Μπερδεμένη τα κοιτάει όλα. Θολωμένη η εικόνα στο μυαλό της. Διαφορετικά τοπία. Ξένες φωνές. Φιγούρες απόκοσμες. Γέλια δυνατά. Μέσα απ’αυτά ξεχωρίζει το δικό της. Γελά και όμως δε το νιώθει, δε το ακούει. Σαν να είναι έξω από το σώμα της. Και μιλάει. Με δυσκολία κατανοεί τις λέξεις, που ξεχύνονται σα χείμαρρος. Μιλάει ακατάπαυστα και στην αρχή νιώθει τους άλλους να γελούν. Έπειτα από λίγο, όμως, ακούει κλάματα. Μα καλά τί λέει; Ψάχνει με δυσκολία το νόημα των λεγομένων της , σχεδόν πονοκεφαλιάζει. Τίποτα. Δε βγαίνει άκρη.
Σταματά να μιλάει και σηκώνεται να περπατήσει. Νιώθει να τρεκλίζει και μετά από λίγο στέκεται στα πόδια της. Ανοίγει την πόρτα και περπατά έξω. Στα πρώτα 10 μέτρα σταματά. Θέλει τσιγάρο. Μα καλά αυτή πότε άρχισε να καπνίζει; Δε θυμάται. Όλα είναι συγκεχυμένα στο νου της. Ψάχνει τις τσέπες της αλλά δε βρίσκει τίποτα. Στέκεται όρθια στη μέση του πεζοδρομίου σα χαμένη. Αποφασίζει να συνεχίσει να περπατάει. Η κατεύθυνση είναι άγνωστη και ο προορισμός αδιάφορος για την ίδια.
Σιγά σιγά συνέρχεται. Θυμάται. Ένα μέρος με πολύ δυνατή μουσική, πολλά παιδιά, ποτά, τσιγάρα δεξιά αριστερά. Όλα μέσα σε ένα θολό πλαίσιο. Το μόνο που θυμάται πολύ έντονα είναι μια ματιά, ένα βλέμμα. Ένα ζεστό και φιλικό βλέμμα και μετά κενό.
Σκοντάφτει και πέφτει κάτω. Τυλίγεται στα πόδια της και η ανάμνηση αυτής της ματιάς της φέρνεις δάκρυα. Ακόμη και τώρα νιώθει να’ναι έντονα καρφωμένα πάνω της. Κοιτάει δεξιά αριστερά αλλά δεν υπάρχει ψυχή. Βουρκώνει περισσότερο και συνάμα ένα κύμα θυμού την κατακλύζει. Δε ξέρει γιατί, όμως. Παλεύει να θυμηθεί και η εικόνα είναι πάλι θολή. Σταματά να αναρωτιέται και βυθίζεται σε ένα βουβό κλάμα. Τα δάκρυα πέφτουν πάνω στα αναψοκοκκινισμένα της μάγουλα και πού κ πού ακουγόταν ένας μικρός αναστεναγμός. Κλαίει για εκείνη τη ζεστή ματιά που νιώθει ότι την πρόδωσε. Κλείνει το πρόσωπό της ανάμεσα στα γόνατα της και κλαίει με περισσότερη λύσσα και απογοήτευση. Ένα γιατί επανέρχεται στο νου της αλλά η θολούρα της απαγορεύει να διεισδύσει σε κείνη την πληροφορία.
Δε νιώθει τι γίνεται γύρω της, αν τη βλέπει κανείς, αν την προσπερνάνε, αν την λυπούνται. Δεν την νοιάζει τίποτα, μονάχα να μάθει το γιατί. Μετά από ώρα σηκώνει τα μάτια της και βλέπει να ξημερώνει. Το φως την ενοχλεί αλλά δεν κάνει κάτι για να προστατευτεί. Κοιτάει τον ουρανό, τα χρώματα, τα παιχνίδια του ανέμου. Κλείνει τα μάτια της να νιώσει τον άνεμο σε κάθε πτυχή του κορμιού της. Ανασαίνει γρήγορα, αχόρταγα. Η θολούρα αρχίζει να υποχωρεί σιγά σιγά. Όμως, δε σκέφτεται τίποτα. Μόνο βλέπει την ανατολή. Μαγεμένη σα μικρό κοριτσάκι. Εκστασιάζεται με την πλοκή των χρωμάτων. Ανοιγοκλείνει τα μάτια της, για να δει τυχόν αλλαγές. Παίζει με τον άνεμο περνώντας τα δάχτυλα της μέσα από τα μαλλιά της. Ένα χέρι την πιάνει από τον ώμο. Στην αρχή δεν κάνει καμία κίνηση, δε γυρνάει να δει ποιος είναι. Σαν να μην έχει σημασία ποιος θα της μιλήσει, ποιος θα την πάει σπίτι. Εκείνος της πιάνει ακόμη τον ώμο καθώς σκέφτεται όλα αυτά. Σε μια στιγμή αλλάζει απότομα γνώμη και γυρνάει το κεφάλι της. Δεν αναγνωρίζει το πρόσωπο μόνο τα μάτια. Εκείνη η ζεστή ματιά. Ένα μειδίαμα ζωγραφίζεται στο πρόσωπό της, την αμέσως επόμενη στιγμή όμως το βλέμμα της σκληραίνει. Μπορεί να νιώθει τη ματιά του όμως το αίσθημα της προδοσίας είναι πιο δυνατό. Γυρνάει το κεφάλι της από την άλλη. Εκείνος δε προβαίνει σε καμία κίνηση. Συνεχίζει να έχει το χέρι του στον ώμο της και απλά περιμένει. Μετά από λίγο εκείνη τον ξανακοιτά. Βαθιά μέσα στα μάτια να βρει τις απαντήσεις που δεν μπορεί να ανακαλύψει μόνη της. Δε τις βρίσκει. Βρίσκει εξίσου μεγάλα ερωτηματικά στα μάτια του. Αυτή τη φορά δε στρέφει άλλου το βλέμμα της. Τον κοιτάει γιατί της αρέσει αυτή η ζεστασιά. Της αρέσει όπως είναι τώρα.
Την αγκαλιάζει και κείνη χώνεται ευχαρίστως εκεί μέσα. Χωρίς λόγια, χωρίς γιατί. Στο κάτω κάτω αν δεν νοιαζόταν για αυτήν δε θα την έψαχνε. Δε θα καταλάβαινε πως εκείνη είχε φύγει. Και μ’αυτές τις σκέψεις αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του, σαν να μην υπήρχε αύριο…..
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου